- προαισθάνομαι
- προαισθάνομαι, προαισθάνθηκα βλ. πίν. 82
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
προαισθάνομαι — ΝΑ αισθάνομαι κάτι το οποίο πρόκειται να συμβεί, το προβλέπω προτού να γίνει αντιληπτό από τους άλλους ή πριν να εκδηλωθεί, διαισθάνομαι … Dictionary of Greek
προαισθάνομαι — προαισθάνθηκα, αντιλαμβάνομαι, νιώθω από πριν πως θα γίνει κάτι, προβλέπω: Τα ζώα λέγεται ότι προαισθάνονται το σεισμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προαισθομένων — προαισθάνομαι perceive aor part mid fem gen pl προαισθομένων , προαισθάνομαι perceive aor part mid masc/neut gen pl προαισθομένων , προαισθάνομαι perceive pres part mp fem gen pl (attic) προαισθομένων , προαισθάνομαι perceive pres part mp masc/n … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαισθόμενον — προαισθάνομαι perceive aor part mid masc acc sg προαισθόμενον , προαισθάνομαι perceive aor part mid neut nom/voc/acc sg προαισθόμενον , προαισθάνομαι perceive pres part mp masc acc sg (attic) προαισθόμενον , προαισθάνομαι perceive pres part mp n … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαίσθῃ — προαισθάνομαι perceive aor subj mid 2nd sg προαίσθῃ , προαισθάνομαι perceive pres subj mp 2nd sg (attic) προαίσθῃ , προαισθάνομαι perceive pres ind mp 2nd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οττεύομαι — ὀττεύομαι (Α) 1. μαντεύω από κάποιο προφητικό ήχο ή φωνή («ὀττεύεσθαι ταῑς τούτων κληδόσι», Πλούτ.) 2. προαισθάνομαι, προμαντεύω κάτι («τὸ μέλλον ὀττευσάμενοι», Πολ.) 3. (με απρμφ.) προαισθάνομαι ότι, προβλέπω ότι, προλέγω ότι 4. θεωρώ κάτι ως… … Dictionary of Greek
προαίσθηση — Στην παρακανονική φαινομενολογία, ειδική περίπτωση εξωαισθητικής αντίληψης και συγκεκριμένα εκείνη όπου η διαίσθηση έχει ως αντικείμενο ένα γεγονός, που δεν έχει συμβεί ακόμα όταν γίνεται αντιληπτό. Το φαινόμενο, που είναι ένα από τα σπανιότερα… … Dictionary of Greek
προαισθανομένων — προαισθάνομαι perceive pres part mid fem gen pl προαισθανομένων , προαισθάνομαι perceive pres part mid masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαισθανόμενον — προαισθάνομαι perceive pres part mid masc acc sg προαισθανόμενον , προαισθάνομαι perceive pres part mid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαισθησομένων — προᾴδω sing before fut part pass fem gen pl προαισθησομένων , προᾴδω sing before fut part pass masc/neut gen pl προαισθησομένων , προαισθάνομαι perceive fut part mid fem gen pl προαισθησομένων , προαισθάνομαι perceive fut part mid masc/neut gen … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)